καταφύγιο

καταφύγιο
Ονομασία έξι οικισμών.1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 195 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αποδοτίας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ., 12 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, στα όρια με τον νομό Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγνάντων. 3. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 89 κάτ.) της Ικαρίας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Κηρύκου του νομού Σάμου. 4. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 487 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 22 χλμ. ΝΔ της Καρδίτσας, ΝΑ της τεχνητής λίμνης του Ταυρωπού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιτάμου του νομού Καρδίτσης. 5. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.400 μ., 174 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 55 χλμ. ΝΑ της πόλης της Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βελβεντού. 6. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 31 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμών του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, στις δυτικές πλαγιές της κορυφής Σωτήρας του Ταϋγέτου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκτρου.
* * *
και καταφύγι, το (AM καταφύγιον)
1. τόπος ή πρόσωπο όπου καταφεύγει κάποιος για να βρει βοήθεια, σωτηρία ή προστασία
2. κρυψώνας
νεοελλ.
στρ. υπόγειος χώρος που προορίζεται για την προστασία στρατιωτικού προσωπικού ή άμαχου πληθυσμού από τα θραύσματα, το ωστικό κύμα ή και τα άμεσα πλήγματα εκρηκτικών, κυρίως, βλημάτων («αντιαεροπορικό καταφύγιο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -φύγιον (-φυγος < -φυξ < θ. φυγ- τού φεύγω, πρβλ. αόρ. β' -φυγ-ον), πρβλ. προσ-φύγιον, συμ-φύγιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταφύγιο — το τόπος (ή πρόσωπο) όπου καταφεύγει κανείς για ασφάλεια: Τα βουνά ήταν το καταφύγιό τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • άσυλο — Στο νεότερο δίκαιο ά. ονομάζεται η προστασία που παρέχει το κράτος στους ξένους που εισέρχονται στα όρια του εδάφους του για να αποφύγουν τη δικαιοσύνη ή το πολιτικό καθεστώς της πατρίδας τους. Το δικαίωμα ενός κράτους να έχει ά. μέσα στο έδαφός… …   Dictionary of Greek

  • ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε …   Dictionary of Greek

  • αποθήκη — η (AM ἀποθήκη) [αποτίθημι] καλυμμένος χώρος προορισμένος για τη διαφύλαξη εμπορευμάτων ή άλλων ειδών νεοελλ. 1. ιδιαίτερος χώρος οχήματος, πλοίου, αμαξοστοιχίας, αεροπλάνου, όπου φυλάσσονται οι αποσκευές κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • κουνέλι — Κοινή ονομασία του είδους Οryctolagus cuniculus, μοναδικού αντιπροσώπου του γένους του, της οικογένειας των leporidae. Πρόκειται για λαγόμορφο θηλαστικό, το οποίο, σε άγρια κατάσταση, ζει μέσα σε υπόγειες, διακλαδιζόμενες φωλιές, με στοές που… …   Dictionary of Greek

  • κρύπτη — Υπόγειος χώρος κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, που χρησίμευε ως λειψανοθήκη ή ως καταφύγιο. Πρόκειται ουσιαστικά για μια υπόγεια εκκλησία, προερχόμενη από τους χώρους των κατακομβών, στους οποίους είχαν ταφεί οι μάρτυρες. Στους… …   Dictionary of Greek

  • ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”